απόκηρος

απόκηρος
ἀπόκηρος, -ον (Α)
όποιος δεν υπόκειται στο μοιραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + κηρ, κηρός «θάνατος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”